- ἐπιδιορθώσῃς
- ἐπιδιορθόομαιaor subj act 2nd sgἐπιδιορθόωcorrect afterwardsaor subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βιβλιατρική — η τέχνη καθαρισμού, επιδιόρθωσης και ανακαίνισης των βιβλίων … Dictionary of Greek
καπελάδικο — το κατάστημα κατασκευής, επιδιόρθωσης ή πώλησης καπέλων … Dictionary of Greek
μακιγιάζ — και μακιγιάρισμα, το 1. τεχνική που έχει ως σκοπό τον εξωραϊσμό τού προσώπου με τη βοήθεια καλλυντικών 2. τεχνική λεπτομερειακού φτιασιδώματος τού προσώπου ενός ηθοποιού με τη χρήση διαφόρων καλλυντικών και άλλων βοηθητικών ουσιών με σκοπό να… … Dictionary of Greek
οργανοποία — η (Α ὀργανοποιία) [οργανοποιός] νεοελλ. 1. κατασκευή μουσικών οργάνων 2. βιομηχανία παραγωγής και επιδιόρθωσης μουσικών οργάνων αρχ. 1. κατασκευή οργάνων, εργαλείων ή μηχανών 2. σχηματισμός ενός ανατομικού οργάνου … Dictionary of Greek
Βαλπαραΐσο — (Valparaiso). Πόλη (295.203 κάτ. το 2000) της Χιλής, στα παράλια του Ειρηνικού ωκεανού. Είναι χτισμένη αμφιθεατρικά στην ακτή του ομώνυμου κόλπου και αποτελεί πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (902.533 κάτ. το 2000) και του ομώνυμου γεωγραφικού… … Dictionary of Greek
μεταλλαγή ή μετάλλαξη — Απότομη κληρονομήσιμη αλλαγή του γενετικού υλικού, η οποία μπορεί να συνοδεύεται από αλλαγές στον φαινότυπο ενός οργανισμού. Η μ. μπορεί να είναι τριών τύπων: γονιδιωματική ή μ. πλοειδίας, χρωμοσωμική και γονιδιακή ή σημειακή. Η πρώτη συνίσταται… … Dictionary of Greek